- μολυσμένος (πχ αέρας)
- загаден
Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.
Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.
μολύνω — μόλυνα, μολύνθηκα, μολυσμένος 1. λερώνω, βρομίζω: Μόλυνε το πάτωμα με ακαθαρσίες. 2. μεταδίνω νοσογόνα μικρόβια σε κάποιον: Μολυσμένος αέρας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)